- καταγναμπτω
- καταγνάμπτωκατα-γνάμπτωгнуть, склонять
(λόφον αὐχήεντα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόφον αὐχήεντα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταγνάμπτω — (Α) κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνάμπτω «κάμπτω»] … Dictionary of Greek
καταγνάμπτουσα — καταγνάμπτω bend down pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)